- Άκαρπο
- Πεδινός οικισμός (υψόμ. 35 μ., 226 κάτ.) του νομού Ξάνθης. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Σελέρου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
άκαρπος — η, ο (Α ἄκαρπος, ον) 1. αυτός που δεν παράγει καρπούς, ο άγονος «άκαρπο δέντρο», «ἄκαρποι ἄρουραι» 2. ο άτεκνος, ο στείρος «άκαρπη γυναίκα», «ἄκαρπον ζῷον» (Πλάτ. Τίμ. 91 c) 3. ανώφελος, άσκοπος «άκαρπη συζήτηση», «ἄκαρπος πόνος» (Βακχυλ. απ. 7,… … Dictionary of Greek
αγριαδίνα — και αγραδίνα και γραδίνα, η [αγριάδα] 1. είδος σταφυλιού με χοντρές και επιμήκεις ρώγες, που προέρχεται από κλήμα σε ημιάγρια κατάσταση και παράγει ατελείς καρπούς 2. συνεκδ. άκαρπο αμπέλι … Dictionary of Greek
αγριοθύμαρο — το θαμνώδες φυτό παρόμοιο με το θυμάρι, αλλά τραχύτερο, άκαρπο και άοσμο (κν. γαϊδουροθύμαρο) … Dictionary of Greek
μίνθη — I Νύμφη του Άδη που είχε συνάψει ερωτικές σχέσεις με τον Πλούτωνα. Η Περσεφόνη ζήλεψε και παραπονέθηκε στη μητέρα της, η οποία μόλις το άκουσε συνέτριψε τη Μ. με τα πόδια της. Ο Πλούτων τότε τη μεταμόρφωσε στο άκαρπο αλλά αρωματικό φυτό που φέρει … Dictionary of Greek
Σέλερο — Πεδινός οικισμός (1498 κάτ., υψόμ. 70), στην επαρχία Ξάνθης του ομώνυμου νομού. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (31 τ. χλμ., 4100 κάτ.), στην οποία ανήκουν και τα χωριά Άκαρπο (179 κάτ., υψόμ. 35), Βελοχώρι (204 κάτ., υψόμ. 40), Γρήγορο (233… … Dictionary of Greek
άκαρπος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν παράγει καρπούς, ο στείρος: Αυτό το δέντρο είναι άκαρπο. 2. ο ανωφελής, ο μάταιος: Οι προσπάθειές του ήταν άκαρπες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)